επιρριπτάριο

επιρριπτάριο
το (Μ ἐπιρριπτάριον) [επιρρίπτω]
η καλύπτρα που φορούν οι μητροπολίτες και οι αρχιμανδρίτες
μσν.
ένδυμα χωρίς μανίκια που έριχναν στους ώμους και με κουκούλα για την κεφαλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιρριπτάριο — το το πανωκαλύμμαυχο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιρραπτάριο — το (Μ ἐπιρραπτάριον) [επιρράπτω] επανωκαλύμμαυχο μσν. είδος ενδύματος χωρίς μανίκια, που ρίχνεται στους ώμους. Βλ. και επιρριπτάριο …   Dictionary of Greek

  • επανωκαλύμμαυχο, το — και (ε)πανωκαλύμμαυκο, το και επανωκαμήλαυκο, το κομμάτι μαύρου υφάσματος που καλύπτει το καλυμμαύχι και φτάνει ως τους ώμους επισκόπου, αρχιμανδρίτη ή καλόγερου ως διακριτικό γνώρισμα της μοναχικής τους ιδιότητας, το επιρριπτάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”